διφθέριον

διφθέριον
διφθέριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διφθερίων — διφθέριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέρια — διφθέριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεφτέρι — και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το 1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών 2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.) 3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» για όσους ανατρέχουν σε παλιούς… …   Dictionary of Greek

  • τεφτέρι — και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. τού διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”